- οδοντογλυφίδα
- η (Α ὀδοντογλυφίς)επίμηκες λεπτό και αιχμηρό στέλεχος, συν. ξύλινο, για τον καθαρισμό τών δοντιών από τα υπολείμματα τών τροφώννεοελλ.μτφ. (για πρόσ.) πολύ λεπτός σαν ξυλαράκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + γλυφίς, -ίδος (πρβλ. ωτο-γλυφίς)].
Dictionary of Greek. 2013.